φαλαινοθηρικός

φαλαινοθηρικός
-ή, -ό, Ν [φαλαινοθήρας]
1. φαλαιναλιευτικός
2. το ουδ. ως ουσ. το φαλαινοθηρικό
(αλιευτ.) πλοίο ειδικής κατασκευής και κατάλληλα εξοπλισμένο για την αλιεία φαλαινών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαλαινοθηρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη θήρα (αλιεία) των φαλαινών: Φαλαινοθηρικό πλοίο. 2. το ουδ. ως ουσ., φαλαινοθηρικό πλοίο ειδικά εξοπλισμένο για το κυνήγι, την αλιεία φαλαινών και την επεξεργασία της σάρκας τους: Στόλος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”